Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κουβαλᾷ, νὰ


Ερμηνεία:

[γ΄πρόσωπο ενικού του ενεστώτα της οριστικής ρ. κοβαλώ (μεταφέρω, μετακομίζω)]



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. <κουβαλώ < κοβαλεύω < (Αρχ.) κάβαλος (ληστής μεταφορέας κλοπιμαίων)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰἀλέσματα… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: